πολυάρχου

πολυάρχου
πολύαρχος
ruling over many
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πολυάρχου — Πολύαρχος ruling over many masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάαρχος — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αδελφός του Αρκεσίλαου Β’, βασιλιά της Κυρήνης. Αφού σκότωσε τον αδελφό του, ανήλθε ο ίδιος στον βασιλικό θρόνο, ως επίτροπος του ανήλικου διαδόχου, γιου του Αρκεσίλαου. Για να εδραιώσει τη θέση του, θέλησε να παντρευτεί τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”